- θεσμοφόρι'
- θεσμοφόρια , θεσμοφόριαat the Th.neut nom/voc/acc plθεσμοφόρια , θεσμοφόριονtemple of Demeterneut nom/voc/acc plθεσμοφόριε , θεσμοφόριοςmasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Θεσμοφόρι' — Θεσμοφόρια , θεσμοφόρια at the Th. neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ολυμπίων — Ὀλυμπιών, ῶνος, ὁ (Α) ονομασία μήνα στη Χαλκίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Όλυμπία + κατάλ. ών (πρβλ. Ανθεστηρι ών, Θεσμοφορι ών)] … Dictionary of Greek